934 - Η σπασμένη χορδή

Ν. Λυγερός

Σκηνή 11

 

Οι άγνωστοι περπατούν μέσα στα χωματένια σοκάκια της Κομοτηνής. Έχουν παρκάρει το κίτρινο ταξί στην άκρη.

Άγνωστος: Εδώ είναι!

Άγνωστη: Τι είναι εδώ; Ποιος είναι εδώ;

Άγνωστος: Εδώ είναι που δεν υπάρχει γη… Σιωπή.

Άγνωστη: Δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοιο μέρος.

Άγνωστος: Ούτε εμείς υπάρχουμε για τους άλλους!

Στο βάθος ακούγονται τραγούδια και βιολιά. Οι άγνωστοι προχωρούν σιωπηλά.

Άγνωστη: Εδώ ακόμα και η σιωπή είναι μουσική.

Άγνωστος: Όμως ποιος μπορεί να την ακούσει;

Άγνωστη: Γιατί έπρεπε να έρθουμε εδώ;

Άγνωστος: Από εδώ φεύγουν τα πουλιά!

Άγνωστη: Και ποια πουλιά ψάχνουμε;

Ο άγνωστος βλέπει έναν πεσμένο γέρο . Φαίνεται πληγωμένος.

Άγνωστος: Ιάκωβε! Ιάκωβε!

Ο άγνωστος τρέχει προς τον γέρο και η άγνωστη τον ακολουθεί.

Ιάκωβος: Επιτέλους ήρθες παιδί μου!

Άγνωστος: Σου το είχα υποσχεθεί.

Άγνωστη: Κοιτάζοντας τον άγνωστο . Είναι πληγωμένος…

Άγνωστος: Ο Ιάκωβος είναι πάντα πληγωμένος.

Ο Ιάκωβος τούς χαμογελά.

Άγνωστη: Αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη… Μοιάζετε με εικόνα…

Ιάκωβος: Μια παλιά εικόνα τότε…

Άγνωστος: Βυζαντινή… Χρόνος. Πες μου τι έγινε.

Ιάκωβος: Από τότε που έφυγες άλλαξαν πολλά πράγματα.

Άγνωστη: Μα πότε ήρθες;

Άγνωστος: Ποιος σε χτύπησε;

Ιάκωβος: Το σκοτάδι της σελήνης.

Άγνωστος: Έρχονται λοιπόν…

Άγνωστη: Μα ποιοι έρχονται;

Ιάκωβος: Είναι ήδη εδώ…

Άγνωστος: Εκείνοι που δεν σέβονται τους προστάτες.

Άγνωστη: Ξαφνιασμένη, κοιτά τον γέρο. Ο Ιάκωβος είναι προστάτης;

Άγνωστος: Είναι ο μοναδικός!

Ο άγνωστος βοηθάει τον Ιάκωβο που προσπαθεί να περπατήσει.

Άγνωστος: Στον Ιάκωβο. Σου έσπασαν το πόδι…

Ιάκωβος: Όσο τα είχαν μαζί μου δεν χτυπούσαν τους άλλους. Χρόνος. Ελάτε να σας δείξω. Οι τρεις τους διασχίζουν τα δρομάκια. Ο Ιάκωβος τούς δείχνει ένα σπίτι. Σκύβουν για να περάσουν την πόρτα. Ακούγονται κλάματα. Αυτά έψαχναν.

Παιδιά: Ο Άγιος, ο Άγιος!

Όλα τρέχουν πάνω του. Η συγκίνηση που προκαλούν είναι αφόρητη.

Ιάκωβος: Με τα μάτια βουρκωμένα. Είναι δικοί μας… Σιωπή.

Άγνωστη: Γιατί ήθελαν να τους κάνουν κακό;

Ιάκωβος: Ισχυρίζονται πως δεν είναι άνθρωποι…

Η άγνωστη κοιτάζει τα πληγωμένα παιδιά.

Άγνωστη: Μα είναι σαν εμάς.

Κοιτάζει τον άγνωστο.

Άγνωστος: Γι’ αυτούς ούτε εμείς είμαστε άνθρωποι.

Η άγνωστη αγκαλιάζει τα παιδιά.

Άγνωστος: Στον Ιάκωβο. Πρέπει να ξεκουραστείς…

Τον παίρνει στην αγκαλιά του και τον βάζει πάνω σε ένα χαμηλό κρεβάτι. Όλα τα παιδιά έρχονται γύρω του.

Ιάκωβος: Αυτά είναι η δύναμή μου… Χρόνος. Σας περιμένουν στην άλλη γειτονιά.

Άγνωστος: Θα πάμε… Πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε το πόδι σου. Στην άγνωστη. Φέρε νερό να καθαρίσουμε την πληγή του.

Μερικά παιδιά ακολουθούν την άγνωστη.

Ιάκωβος: Δεν της είπες τίποτα;

Άγνωστος: Μόνο αυτά που έπρεπε…

Ιάκωβος: Ξέρουν ότι σας περιμένουμε… Χρόνος. Τρέμουν…

Άγνωστος: Όλα θα πάνε καλά. Δεν είσαι μόνος πια.

Ιάκωβος: Εσείς όμως που είστε πάντα μόνοι;

Άγνωστος: Αποφασίσαμε να μοιράσουμε τη μοναξιά μας.