650 - Το δώρο του λευκού στο γαλάζιο

Ν. Λυγερός

Ένα από τα πρώτα καρτερικά ελληνικά ονόματα που γνωρίσαμε ήταν το Λευκόνοικο.
Χρόνια μας περίμενε θαμμένο μες στη μοναξιά του.
Κι οι πρώτοι που μας καλωσόρισαν ήταν εκείνοι που δεν ξεχνούν
εκείνοι που ζουν μες στα χώματα και κάτω από τις πέτρες.
Κρυμμένοι μες στα χρόνια της κατοχής
ανάμεσα στους λαβωμένους σταυρούς
καρτερούσαν τον ήλιο της συμπόνιας.
Κι όταν είδαν και πάλι τα εγγόνια τους
να ψάχνουν τα ονόματά τους
πάνω στους τάφους
χαμογέλασαν τα χείλη τους.
Μας έδειχναν με τα τρία δάκτυλα τεντωμένα
πού ήταν ο παλιός τους φίλος,
η γυναίκα της ανάγκης
κι ο άντρας της θυσίας.
Κι όταν τα παιδιά βρήκαν το σταυρό του παππού τους,
τον σήκωσαν και τον στερέωσαν με τα μικρά τους δάκτυλα
στην καρδιά της γιαγιάς τους.
Μετά από τόσα χρόνια,
έδεσαν και πάλι το δεσμό που τους γέννησε
πριν από τόσα χρόνια.
Η ζωή του μέλλοντος άγγιξε τη μνήμη του παρελθόντος.
Κι ύστερα είδαμε τους χωριανούς
να’ρχονται να σάσουν τους τάφους των προγόνων τους.
Κι εκείνοι που προσέχουν τη ζωή των παιδιών τους
όταν είδαν τα παιδιά τους να προσέχουν τη μνήμη τους
έκλαψαν και πάλι.
Τα δάκρυα του Λευκονοίκου πότισαν τη γη μας
όπως παλιά κι η άνοιξη με τα λουλούδια της
άρχισε να σηκώνει τη νύχτα της κατοχής
κι έλαμψε ο γαλάζιος ουρανός.