592 - Το κράτος και το χρέος του

Ν. Λυγερός

Όταν μπορούμε να προβλέψουμε μια κατάσταση, η οποία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τη μεταγενέστερη πολιτική μας, πρέπει πρώτα να προσπαθήσουμε να την αποφύγουμε με κάθε τρόπο. Αν όμως είναι αναπόφευκτη, οι προσπάθειες μας για να την αντιμετωπίσουμε θα είναι ριζικά διαφορετικές. Διότι ο στόχος δεν θα είναι πια η μη ύπαρξη, μα η μείωση του φαινομένου. Σ’ ένα μαζικό δημοκρατικό σύστημα, το κράτος έχει να κάνει με τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν καθημερινά, ιδιαίτερα όταν η πολιτεία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Αναγκαστικά λοιπόν, ο ορίζοντάς του πρέπει να είναι μεγάλος για να είναι αποτελεσματική η δράση του.

Στην Κύπρο και στη μάχη των προσφυγών, αυτός ο ορίζοντας της πρόβλεψης είναι σημαντικότατος. Όπως το αποδεικνύει η πραγματικότητα, η πρωτοβουλία που πήραμε όσον αφορά στο θέμα των προσφυγών είναι θετική. Προωθώντας μία στρατηγική μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εισχωρούμε σε ένα ανεξάρτητο νομικό πλαίσιο που το κατοχικό καθεστώς δεν μπορεί να καταπατήσει εύκολα. Έτσι το αναγκάζουμε μ’ αυτήν τη δυναμική κίνηση και πίεση να αλλάξει την αδιάλλακτή του τακτική.

Η δημιουργία των ψευδοδικαστηρίων από τον κατοχικό ηγέτη για την αποζημίωση ή την ανταλλαγή των περιουσιών των ελληνοκυπριακών προσφυγών, και όχι για τη μη απόλαυση περιουσίας, είναι η απάντηση στις νομικές και ευρωπαϊκές πιέσεις. Ποντάροντας στην αδράνεια της μάζας και στην ύπαρξη στοιχείων εκτός ελέγχου μέσα σ’ ένα μαζικό δημοκρατικό σύστημα, ο κατοχικός ηγέτης χτυπά έμμεσα όχι μόνο το κράτος μας αλλά και την ιστορία του λαού μας. Προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να εξουδετερώσει τις κινήσεις μας και να δημιουργήσει μια νέα οριστική κατάσταση όσον αφορά στην τοποθέτηση του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Η απάντησή του είναι σωστή, διότι παραγράφει ενεργά την ιστορία προς όφελός του, ακόμα κι αν δεν υλοποιηθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι τόσο σημαντική η ανταπόκρισή μας.

Όπως όλοι το ξέρουμε, τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. θεωρούν ότι δεν ισχύουν ούτε το καθεστώς ούτε οι θεσμοί του, άρα η προσφυγή μέσω των ψευδοδικαστηρίων είναι όντως παράνομη. Και όπως ξέρουμε ότι, βάσει απλής στατιστικής, μερικοί από τους δικούς μας θα κάνουν αυτήν την προσφυγή, η απάντησή μας πρέπει να είναι δυναμική. Δεν αρκεί να μιλούμε για συνείδηση σε τέτοιου είδους προβλήματα εφόσον μιλούμε για παρανομία. Ακόμα και στην καθημερινή ζωή, η παραβίαση ενός νόμου δεν είναι θέμα συνείδησης, μα θέμα νομικό. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να μειώσουμε τις ελληνοκυπριακές αιτήσεις στα ψευδοδικαστήρια του κατοχικού καθεστώτος είναι να υπάρχει ένα μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από την αποζημίωση που προσδοκούν οι δικοί μας. Η απάντησή μας πρέπει να είναι νόμιμη μα να έχει μια οικονιμκή βάση, διότι εκείνος που θα υποβάλει την αίτηση ξέρει ότι είναι παράνομη και τον ενδιαφέρει μόνο το οικονομικό. Όπως η κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτούς που πήγαν στα ελληνοκυπριακά ξενοδοχεία που κατέχει παράνομα το κατοχικό καθεστώς, έτσι και τώρα πρέπει να αφοπλίσει αυτές τις αναμενόμενες κινήσεις.

Η βάση μιας κοινωνίας πρέπει να είναι ο νόμος για να υπάρχει συνύπαρξη των ατόμων. Διότι σ’ ένα μαζικό σύστημα, βάσει στατιστικής, τα άτομα δεν έχουν όλα τις ίδιες προτεραιότητες ακόμα και σε καταστάσεις ανάγκης. Ο καθένας όταν ανήκει στη μάζα κοιτάζει μόνο και μόνο το προσωπικό του όφελος, δίχως να λάβει υπόψη του τα ανθρώπινα δικαιώματα του λαού του. Έτσι το κράτος έχει το χρέος να διαμορφώσει τα δεδομένα για να προστατεύσει το μόνο πράγμα για το οποίο υπάρχει, τον λαό του.