502 - Η ιστορία μάς περιμένει

Ν. Λυγερός

Αν υποθέσουμε ότι το κατοχικό σύστημα ξεπεράσει σε διάρκεια τον μεγαλύτερο Κύπριο που έζησε στην Κύπρο πριν την βίαιη εισβολή του 1974, τότε δεν θα υπάρχει πια κανένας για να μας πει πώς ζούσαν εκείνη την εποχή, δεν θα υπάρχει πια κανένας να μας δείξει πού είναι η μνήμη του, ακόμα κι αν υπάρξει άμεση λύση. Οι πρόγονοί μας δεν θα μπορούσαν να μας χαρίσουν τις εμπειρίες τους. Κανείς μας δεν θα ξέρει τι σημαίνει αυτά που κοιτάζει. Θα τα κοιτάζει και δεν θα τα βλέπει διότι δεν θα καταλαβαίνει την ιστορία τους.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το φαινόμενο δεν υπήρξε στην Ελλάδα που έζησε 400 χρόνια κατοχής. Όμως η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι Έλληνες παρέμειναν πάνω στη γη τους, άσχετα αν ήταν υπό τουρκικό καθεστώς. Η μνήμη συνέχισε να ζει με τις ρίζες. Άρα αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την αναλογία, πρέπει να περιοριστούμε στους εγκλωβισμένους, οι οποίοι εξ ορισμού είναι οι μόνοι που δεν άφησαν τη γη μας. Το πρόβλημα όμως τότε είναι ότι ο ελληνισμός της Κύπρου, μ’ αυτά τα δεδομένα, είναι μόνο 400 άτομα.

Τώρα, με τα νέα δεδομένα, μπορούμε και πάλι να δημιουργήσουμε την αλυσίδα του χρόνου και της μνήμης. Εκείνοι που έζησαν τα προκατοχικά χρόνια μπορούν να μεταφέρουν σ’ εκείνους που δεν τα έζησαν, τη μνήμη της εμπειρίας και οι άλλοι την εμπειρία της μνήμης. Πολλοί από τους δικούς μας έλεγαν κάθε μέρα παλιές ιστορίες στα παιδιά τους, άλλοι τις έγραφαν για να τις μοιράζονται με περισσότερα άτομα. Όλα αυτά ήταν σημαντικά. Μα δεν είναι πια! Όλα αυτά είναι λόγια και γραπτά, μα όχι πράξεις. Οι Κύπριοι που δεν πήγαν ακόμα στα κατεχόμενα είναι όπως οι Ελληνες που δεν πήγαν στην Κύπρο. Γνωρίζουν το πρόβλημα αλλά δεν γνωρίζουν αυτούς που το ζουν. Οι Κύπριοι για τους Έλληνες είναι όπως οι εγκλωβισμένοι για τους Κύπριους.

Τώρα, δεν είναι ανάγκη να μιλούμε και να γράφουμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο, τώρα πρέπει να κάνουμε το έργο της ζωής μας και να αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο το δημιουργικό πλαίσιο της Ευρώπης που άνοιξε τις πύλες του χρόνου. Κανείς δεν πρόβλεψε τον πόθο του λαού μας, μα αυτό δεν είναι πια το πρόβλημα. Σημασία έχει να συνεχίσουμε αυτό το πρώτο βήμα, με βήματα ανθρώπινα και πολιτικά.

Τα ανθρώπινα βήματα πρέπει να είναι πρακτικά και αποτελεσματικά. Και πρέπει να είναι κυπριακά με την έννοια της συμφιλίωσης. Τώρα μπορούμε να πάρουμε πάμπολλες πρωτοβουλίες και να τις υλοποιήσουμε. Είναι θέμα βούλησης. Ακόμα κι αν υπάρχουν σημαντικά εμπόδια, διαθέτουμε μέσα για να πραγματοποιήσουμε τις ιδέες μας. Δεν είναι ανάγκη να αποδείξουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά, αρκεί να το κάνουμε. Και στα κατεχόμενα, υπάρχει τώρα η δυνατότητα δημιουργίας κοινής μνήμης. Πρέπει να ζήσουμε μαζί νέες εμπειρίες.

Διότι ακόμα κι αν προς το παρόν πρέπει να επιστρέφουμε τη νύχτα, μπορούμε να ζήσουμε συνταραχτικές εμπειρίες. Τα παιδιά μας λένε ότι οι εκκλησίες μας ζουν και πάλι με τα κεριά μας κι όταν επιστρέφουμε το βράδυ, η κοινή ιστορία της ημέρας γεμίζει το σκοτάδι της νύχτας. Οι σταχτοπούτες δημιουργούν ήδη μια νέα ιστορία, μια ζωντανή μνήμη.

Οι ιστορίες μας είχαν γίνει με τα χρόνια τρυφερά και γλυκά παραμύθια για τα παιδιά μας. Όμως τώρα, ακόμα και τα παιδιά μας μπορούν να δημιουργήσουν τον μύθο τους, αγγίζοντας τη μνήμη των προγόνων μας. Πρώτα περίμεναν κάθε βράδυ μια ιστορία ενώ τώρα μας περιμένει η ιστορία κάθε μέρα. Και για όλους μας, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, η λύση είναι απέναντι. Κανείς δεν θα μας τη φέρει, πρέπει να πάμε να την πάρουμε μαζί!