414 - Το σακάκι του πόνου

Ν. Λυγερός

(Flashback) (Extreme close up)
Αντρέας : Καλά ρε Χρήστο δεν έσκασες μ’αυτό το σακάκι ; (Χρόνος) Ξεκούμπωσέ το λιγάκι…
Χρήστος : Δεν μπορώ ! (Κρατά σφικτά το αριστερό του πλευρό.)
Αντρέας : Μα γιατί ; Δεν θα χαλάσει ο κόσμος.
Χρήστος : Δεν γίνεται…
Αντρέας : Δεν γίνεται ή δεν μπορείς ;
Χρήστος : Μέσα μου, βρέχει ο κόσμος…
Αντρέας : (Χαμογελώντας) Καλά μην το παίρνεις έτσι… (Σιωπή) Ξέρεις, ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι, νιώθω συχνά ότι τα λόγια μου σε πληγώνουν.
Χρήστος : Οι πληγές μου σε πληγώνουν, φίλε μου… (Σιωπή)
Αντρέας : Έχεις δίκιο… (Χρόνος) Όταν σε κοιτάζω αναρωτιέμαι πάντα πόσο πόνο μπορεί ν’αντέξει η ζωή.
Χρήστος : Η ζωή είναι μια μεγάλη πληγή. (Χρόνος) Ονομάζουμε ζωή, την αντοχή της… (Σιωπή)

(Τους βλέπουμε να περπατάνε στην παραλία. Πλάτες, Φωνές Off.)

(Ο Αντρέας τον πιάνει από τον ώμο.)

Αντρέας : Δεν μου λες… και με το γέλιο τι κάνεις ; (Χρόνος) Δεν είναι σημαντικό ;
Χρήστος : Σημαντικό για ποιόν ; Είδες ποτέ τη θάλασσα να γελά ;
Αντρέας : Για τους ανθρώπους μιλώ !
Χρήστος : Μα κι εγώ ! (Σιωπή) Θυμάσαι το βιβλίο του Ουγκώ ;
Αντρέας : Ναι, βέβαια… Τι θες να πεις ;
Χρήστος : Αυτό είναι το γέλιο για μένα : ένα σχισμένο πρόσωπο… μια ορατή πληγή.
Αντρέας : Δηλαδή κάθε φορά που γελάς ματώνεις ; (Point of view)
Χρήστος : (αλλαγή ύφους) Θες να πάμε στον Πύργο ;

(Flashback) (Τέλος)

(Ο Αντρέας κι η Εύα στο διαμέρισμά τους.) (Full shot)

Εύα: Κοίτα τι βρήκα ! (Του δείχνει ένα σακάκι.)
Αντρέας : (Κοιτάζοντας το σακάκι) Και λοιπόν ;
Εύα : Μα δεν το αναγνωρίζεις ; (Ο Αντρέας το πιάνει στα χέρια του.)
Αντρέας : Το σακάκι του Χρήστου ! (Χρόνος) Τι γυρεύει εδώ ;
Εύα : Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ. (Χρόνος) Μήπως το ξέχασε και το’βαλες με τα δικά σου;
Αντρέας : Δεν έχω ιδέα… Αλλά τώρα που μου το λες το είχα προσέξει στην ντουλάπα… (Χρόνος) Ποτέ δεν ταίριαζε με τα ρούχα που είχα…
Εύα : Δεν είδες όμως το κυριότερο…
Αντρέας : Τι πράγμα ;
Εύα : ¶νοιξε το και θα δεις… (Του δίνει το σακάκι του Χρήστου. Ο Αντρέας το ανοίγει προσεχτικά…) (Medium Shot)
Αντρέας : Τι είναι αυτό στο αριστερό πλευρό ; (Χρόνος) Αίμα ;
Εύα : Ναι, είναι ματωμένο…
Αντρέας : Μα τότε εκείνη τη μέρα… ήταν πληγωμένος.. Κι εγώ του μιλούσα για γέλιο… Τι ηλίθιος που είμαι !
Εύα : Δεν καταλαβαίνω τι λες ! Για ποιο πράγμα μιλάς ;
Αντρέας : Όπως πάντα άκουγα τη μουσική δίχως να καταλαβαίνω τα λόγια…
Εύα : Μα τι έγινε, αγάπη μου ;

(Flashback)

(Ο Αντρέας κι ο Χρήστος είναι καθισμένοι σ’ένα παγκάκι.) (Close up)

Αντρέας : Κουράστηκες, Χρήστο ;
Χρήστος : (Χαμογελώντας) Αστειεύεσαι ; (Χρόνος) Απλώς ήθελα ν’απολαύσουμε τη θέα.
Αντρέας : (Ξαφνιασμένος) Αφού τη βλέπεις κάθε μέρα !
Χρήστος : Αυτό που κοιτάζουμε κάθε μέρα, σιγά σιγά δεν το βλέπουμε…
Αντρέας : Αυτό το λιμάνι το γνωρίζω από παιδί…
Χρήστος : Κι αυτό σε γνωρίζει από παιδί… (Χρόνος) Εσύ άλλαξες όμως..
Αντρέας : Όλοι αλλάζουμε !
Χρήστος : Σχεδόν όλοι… (Δείχνει τον πύργο) Αυτός δεν άλλαξε… Όπως ο χρόνος…
Αντρέας : Ο χρόνος ;
Χρήστος : Αν ο χρόνος παραμένει ο ίδιος είναι γιατί αλλάζει κάθε μέρα. (Σκύβει απότομα) (Medium close shot)
Αντρέας : Τι έπαθες, Χρήστο ;
Χρήστος : (Γελώντας) Τίποτα, τίποτα… (Σηκώνεται βιαστικά) ¶ργησα…Θα με περιμένει η Λουτσία… Θα τα πούμε το βράδυ…
Αντρέας : Καλώς…
Χρήστος : (Γυρίζοντας πίσω) Της αρέσουν οι πασχαλιές ;
Αντρέας : Δεν ξέρω…
Χρήστος : Καλά θα βρω κάτι άλλο…

(Flashback) (Τέλος)

INSERT : Στο ίδιο παγκάκι, ο Αντρέας κοιτάζει τη θέα.