3398 - Ο απαγορευμένος VIII

N. Lygeros

– Επέστρεψες, λοιπόν;

– Ο μικρός σου δεν μου άφησε επιλογή.

– Τον χρησιμοποίησαν, λοιπόν, για να σε πιάσουν.

– Του υποσχέθηκαν να σε ελευθερώσουν, αν με προδώσει.

– Λυπάμαι.

– Δεν πειράζει. Ήθελα να σε δω.

– Ήθελες να ξαναδείς τον παλιό σου δάσκαλο…

– Συνάντησα κι έναν άλλο…

– Και με σκέφτηκες… Τώρα πια είμαι ένας κακόμοιρος τυφλός.

– Σ’ έκαναν να υποστείς την ίδια μοίρα.

– Όχι βέβαια. Θυμάσαι τον Βερν;

– Τον Μιχαήλ Στρογκώφ!

– Βλέπω δεν έχεις χάσει καθόλου την οξυδέρκειά σου.

– Ο μικρός το ξέρει;

– Όχι, δεν πρέπει.

– Πρέπει να είναι δυστυχισμένος, το είδα στο βλέμμα του.

– Πρέπει να είναι απεγνωσμένος για ν’ αναγκαστεί να σε προδώσει.

– Τι λογαριάζεις να κάνεις εδώ;

– Να πεθάνω…

– Δεν μιλάς σοβαρά. Θα βρούμε μία λύση.

– Υπάρχει ήδη. Θυμάσαι τον Δουμά;

– Τον κόμη;

– Ακριβώς.

– Δεν είναι πολύ επικίνδυνο;

– Τίποτα δεν είναι πιο βέβαιο από το θάνατο.

– Τι μπορώ να κάνω για σένα;

– Να ζήσεις.

– Τίποτα άλλο;

– Να βρεις τον μικρό. Δεν έχω κανέναν άλλο εκτός απ’ αυτόν.

– Θα το φροντίσω. Κάτι άλλο;

– Η βιβλιοθήκη…

– Υπάρχει ακόμα;

– Ναι, παρ’ όλα αυτά.

– Είναι απίστευτο.

– Αυτό ξεπερνά τον κοινωνικό νου.

– Δεν την εντόπισαν;

– Ακόμα κι εσύ, δεν θα την έβρισκες.

– Την έχετε μετακινήσει;

– Ακόμα καλύτερα! Την έχουμε εξαφανίσει.

– Τους ανταποδώσατε…

– Σκέψου τον Λάιμπνιτς.

– Μοναδολογία.

– Άρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.

– Ποιος θα το πίστευε ότι θα ζούσα αυτή τη στιγμή χαράς μέσα στη φυλακή;

– Τώρα πρέπει να δραπετεύσεις. Θα σου δείξω ένα δρόμο.

– Κι εσύ;

– Εγώ πρέπει να πεθάνω για να ζήσω.

Ο σοφός γέρος έγειρε το κεφάλι του και ο απαγορευμένος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό του. Ήταν καλό που βρέθηκαν μετά από τόσο καιρό και την αιωνιότητα της ημέρας. Του έδειξε το δρόμο όπως στο παρελθόν όταν έπαιζαν σκάκι στα τυφλά. Η σικελική άμυνα ήταν απαραίτητη αφού η επίθεση ήταν πλάγια. Ο απαγορευμένος ακολούθησε το δρόμο που δεν υπήρχε κι έγινε αόρατος. Οι φρουροί πανικοβλήθηκαν βλέποντας την εξαφάνιση και το θάνατο. Μετέφεραν το σώμα του σοφού γέρου χωρίς να ξέρουν ότι τον απελευθέρωναν.