2858 - Οι φουσκωμένες κοιλιές

N. Lygeros

Στον Οδυσσέα Σ.

Όταν ήμουν μικρός άκουγα τις ιστορίες του παππού και νόμιζα πως μου έλεγε παραμύθια. Μόνο αυτός ήξερε για τις φουσκωμένες κοιλιές. Η γιαγιά πέθαινε σε άλλη περιοχή. Κρεμασμένος στα χείλη του παππού, δεν έβλεπα την απελπισία των δικών μας. Δεν μου είχαν μάθει τι σημαίνει πείνα. Ακόμα και αν νόμιζα τότε ότι πάντα πεινούσα. Εκείνος πέθαινε μέσα σ’ ένα χωριό με κόκκινα στίγματα. Και τα στάχυα έπεφταν κάθε μέρα για να σαπίσουν κάθε νύχτα. Ο παππούς επέμενε να τα ονομάζει ανθρώπους μα εγώ δεν τον πίστευα. Ήταν τόσο πολλά τα στάχυα της πατρίδας μου που ό,τι και να έλεγε ο παππούς ένιωθα τις υπερβολές του παραμυθιού. Όταν πήγα στρατό, άκουσα το ίδιο παραμύθι. Αυτό έλεγαν σε όλους τους νέους. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ήταν το ίδιο παραμύθι. Μόνο ο τίτλος άλλαζε: πείνα για τους μεν, προπαγάνδα για τους δε. Στο τέλος αναρωτιόμουν τι είχε γίνει με τα στάχυα. Τα είχαν κόψει τα ατσάλινα χέρια ή είχαν σαπίσει από μόνα τους; Τότε άρχισα να ψάχνω για τα παραμύθια του παππού. Ήθελα να μάθω για τις φουσκωμένες κοιλιές και τα κρεμασμένα κορμιά. Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει το παρελθόν μου. Έπρεπε ν’ ασχοληθώ με το μέλλον δίχως να το ξεχάσω. Για μένα όλα ήταν ανώνυμα στην αρχή. Έτσι νόμιζα. Όμως με τις έρευνες που έκανα μάθαινα όλο και περισσότερο για τις ιστορίες του παππού μου. Τα παραμύθια του ήταν γεμάτα άγνωστα ονόματα. Μα σιγά-σιγά εντόπιζα τις περιοχές τους. Διασταύρωνα τις πληροφορίες για να διαψεύσω τα λεγόμενά του. Όμως η πραγματικότητα αντιστεκόταν στην προσπάθειά μου. Μπόρεσα και διάβασα χειρόγραφες επιστολές απελπισμένων ανθρώπων που δεν είχαν πια παρά μόνο λίγες μέρες να ζήσουν. Τους έβλεπα επιτέλους τους ανώνυμους στρατιώτες του παππού μου. Κι έκλαιγα πάνω στα γράμματα των γυναικών τους. Τις αντίκριζα για πρώτη φορά με τις φουσκωμένες τις κοιλιές. Τα στάχυα δεν ήταν πια φαντασία. Οι γυναίκες ήταν έγκυος, μόνο από την πείνα. Δεν θα γεννούσαν ποτέ παιδιά, μόνο θάνατο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ονόματα και ζωές. Και τώρα σιγά-σιγά με τις έρευνές μου αποκτούσα και πάλι μνήμη. Αποφάσισα ότι δεν θα πέθαινε η μνήμη τους. Θα επέστρεφα τις ζωές τους στη μνήμη μας. Μόνο η αναγνώριση μπορούσε να καταδικάσει τη βαρβαρότητα του συστήματος που είχε θερίσει τα στάχυα της νεότητάς μου, που είχε φουσκώσει τις κοιλιές των δικών μου με πείνα, που είχε αναγκάσει τους άθλιους να κρεμαστούν από απελπισία. Η μνήμη του παππού μου ζούσε πλέον μέσα μου κι ένιωθα τις πληγές της σαν να ήταν δικές μου. Έπρεπε να γράψω για να μην ξεχαστεί, έπρεπε να καταδικάσω για να ζήσουν επιτέλους το θάνατό τους με αξιοπρέπεια. Έτσι γεννήθηκε ο θρύλος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των φουσκωμένων κοιλιών.