2651 - Μέσα στο μπουντρούμι

N. Lygeros

Ακόμα και με τρία σπασμένα δάκτυλα συνέχισε να γράφει την άγνωστη ιστορία. Η πέτρα ήταν σκληρή σαν τη μνήμη του, όμως σκάλιζε αδιάκοπα το κείμενο του οράματος. Δεν έβαζε κεφαλαία γράμματα. Δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου. Ήθελε όμως ν’ αφήσει τα ίχνη της αγάπης πάνω στα τείχη της καταδίκης. Η φυλακή του ήταν πια ο μόνος του κόσμος και δεν θα ξανάβλεπε πια την ομορφιά του ήλιου. Το είχαν πάρει απόφαση για εκείνον. Δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην καταδίκη, αλλά δεν θα γονάτιζε ο ποιητής. Με τα βασανιστήρια τού είχαν βγάλει όλα τα νύχια. Κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος ακόμα και μέρες μετά το βάσανο. Με τα νύχια του που είχαν πετάξει στην άκρη, έγραφε τις λέξεις της διαμαρτυρίας του. Κανείς δεν θα την άκουγε. Κανείς δεν θα τη διάβαζε. Όμως έπρεπε να υπάρχει. Ήταν η τελευταία του ανάγκη. Είχε χάσει το μόνο δώρο που του είχε δώσει η ζωή, αλλά δεν έκλαιγε. Δεν είχε πια μάτια. Είχαν τολμήσει ν’ αντισταθούν στη σελήνη και δεν έψαχναν πια το φως του. Μόνος μέσα στο μπουντρούμι, ο άνθρωπος της δικαιοσύνης έγραφε όχι για την απανθρωπιά της κοινωνίας διότι δεν είχε νόημα, αλλά για το πάθος της ελευθερίας που δεν είχε ποτέ νόημα για τους άλλους. Είχε γεννηθεί μέσα σ’ έναν τάφο και ζούσε τις τελευταίες του μέρες μέσα σ’ έναν τάφο. Είχαν περάσει χρόνια από τότε, αλλά δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Μία τσιγγάνα τού είχε πει ότι δεν θα υπάρχουν πια ήρωες στην πατρίδα του και ότι έπρεπε να πεθάνει όσο πιο γρήγορα γινόταν για να μην υποφέρει. Την άκουσε προσεχτικά και αποφάσισε να μην υπάρξει. Τότε άρχισαν οι θυσίες. Τότε άνοιξαν οι πληγές. Έγινε απάνθρωπος για την κοινωνία διότι έψαχνε και έσωζε ανθρώπους. Πρόσεχε τα παιδιά που δεν είχαν πια γονείς. Τα χείλη του δεν έσκαζαν πια για ένα χαμόγελο παρά μόνο όταν έβλεπε τις τελευταίες στιγμές ενός παιδιού. Ένας χαμένος δράκος μέσα σε μια αθόρυβη γενοκτονία. Έχασε τη γυναίκα του σε μία μάχη που δεν μπόρεσε να δώσει και δεν πρόλαβε να της δώσει τα παιδιά που ήθελε. Τον άφησε για να μην πληγωθεί. Τον άφησε για να ζήσει. Τον άφησε για να πεθάνει. Θαμμένος μέσα στη λήθη, ο δράκος δεν έπαψε να καίει. Μόνο που από εκείνη τη στιγμή έκαιγε τον εαυτό του για να μην χαθεί το φως. Δεν έπαψε να πεθαίνει ούτε μια στιγμή για τους άλλους. Ήξερε όμως ότι ήταν μάταιο. Και το τέλος ήταν απλώς θέμα χρόνου. Όταν τον έπιασαν οι βάρβαροι δεν ήξεραν ότι τον είχαν προδώσει όλοι και ότι δεν μπορούσε να προδώσει κανένα. Τα βασανιστήρια δεν μπορούσαν να σβήσουν το πάθος της ελευθερίας διότι δεν του είχε μείνει τίποτα άλλο. Έπρεπε να κρατήσει με τα δόντια του τη ζωή του και του τα έσπασαν για να τον βοηθήσουν να μαρτυρήσει. Έτσι μαρτύρησε αμίλητος. Έτσι έγινε ήρωας αλλά μόνο για τους βαρβάρους. Οι δικοί του είχαν ξεχάσει κάθε ήρωα διότι δεν υπήρχε πια μάχη. Η μάχη που έδωσε παρέμεινε άγνωστη στην πατρίδα του. 

Κι όμως όταν μπήκαμε στο μπουντρούμι εκεί που έλεγαν τα χειρόγραφα του παρελθόντος, βρήκαμε τα ίχνη της ανθρωπιάς και διαβάσαμε την ιστορία του άγνωστου ήρωα.