2442 - Ζωγράφος και ξένοι

N. Lygeros

Κάθε βράδυ που ζωγράφιζες τα ίχνη της ανθρωπιάς, έβλεπες το χρώμα του αοράτου. Το κουρασμένο χέρι πάλευε με το πινέλο. Ήταν τόσο βαρύ όσο η πληγή ήταν ανοιχτή. Οι μπογιές πέθαιναν με πάθος πάνω στον πίνακα μέσα στη σιωπή του δωματίου. Δεν έπαιζε κανένα όργανο, μα ακουγόταν η μουσική της φωνής, η μελωδία της φιλίας. Ένιωθες τόσο κοντά σου τους δύο ξένους που ζούσες μαζί τους όπως άλλοι πεθαίνουν μαζί. Οι χορδές του χρόνου άγγιζαν και τα λαβωμένα δάκτυλά σου. Ένιωθες πάνω τους το χάδι της ανθρωπιάς κι έβλεπες όλο και καλύτερα την πενταλιά του χρυσοπράσινου φύλλου. Οι ξένοι δεν ήξεραν την ύπαρξή σου. Όμως πονούσαν ήδη και για σένα. Πέθαιναν σιγά-σιγά για τους άλλους. Για να μην είναι πια μόνοι ακόμα και στα κατεχόμενα. Μιλούσαν για ονόματα που δεν άκουγαν πια. Γελούσαν για ανθρώπους που δεν είχαν διαβάσει Ουγκώ για να καταλάβουν ότι η ζωή τους ήταν μία ανάγκη. Δεν έκλαιγαν ποτέ παρά μόνο στα διαλείμματα. Δεν έπρεπε να πληγώσουν εκείνους που περίμεναν τη χαρά από ανθρώπους που ανήκαν στον ανύπαρκτο λαό. Έλεγαν τις λέξεις του παρελθόντος μέσα στο μέλλον του έργου σου. Άκουγες επιτέλους τα βράδια που δεν έγιναν ποτέ νύχτες. Οι ξένοι δεν ήθελαν από τους άλλους παρά μόνο να χαμογελούν. Εκείνα τα αόρατα χαμόγελα, τα έβλεπες κι εσύ για πρώτη φορά. Δεν ήταν πια μόνο ίχνη. Ήταν αληθινές ζωές, άγνωστες, αλλά όχι ξεχασμένες από τους ξένους. Κι αναρωτιόσουν γιατί τόση αγάπη μεταξύ αγνώστων και ξένων. Όμως δεν ήθελες ν’ ακούσεις την απάντηση. Και ο χρόνος περίμενε. Άκουγες άλλα. Πράγματα που την έλεγαν τότε, μα που γνώριζες τώρα. Ανάμεσα στις λέξεις τους, κοιτούσες τις σιωπές. Εκείνες που ήταν πιο κρυφές και από αναστεναγμούς. Εκείνες που έκρυβαν όλη την ανθρωπιά του κόσμου. Κι όταν μιλούσαν επιτέλους με το αύριο, τους ένιωθες δίπλα σου, στο υπόγειο που κρύβεις τα λευκά τελάρα σου. Εκεί κρυβόταν και το μέλλον. Εκεί το συναντούσες. Κι έλεγες μέσα σου : Ποιος άφησε τους ξένους να μπουν στο δικό μου υπόγειο; Όμως δεν ήθελες ν’ ακούσεις την απάντηση. Και ο χρόνος περίμενε. Δεν είχες διαβάσει ακόμα το υπόγειο του Φιοδόρ. Είχες μείνει στις λευκές νύχτες. Ενώ τα τριάντα φιλιά του ήλιου σ’ είχαν ήδη αγγίξει. Μέσα στα βράδια συνάντησες για πρώτη φορά την ημέρα της συνάντησης. Οι ξένοι ήταν οι άνθρωποί σου. Δεν τολμούσες να το συνειδητοποιήσεις. Φοβόσουνα ακόμα μη φύγουν. Ενώ οι κλέφτες της νύχτας δεν είχαν τελειώσει το έργο σου. Έγραφαν τα αόρατα σχήματα πάνω στην ανάγκη σου. Κι αναρωτιόσουν τι έλεγαν τα περίεργα σύμβολα. Οι χαμαιλέοντες είχαν τη δική τους γλώσσα. Εσύ, ως ιππόκαμπος, κατέγραφες τα πάντα. Έπρεπε, ήταν απαραίτητο. Ακόμα και αν ήσουν το μοναδικό ον να τους ακούσει. Πάνω στον πίνακα άφηνες σημάδια για τους αγέννητους. Κάθε πίνακας και μία αντίσταση. Τώρα ήταν πια σίγουρο. Η ξένη ζωγραφική θα γινόταν.