237 - ΜΝΗΜΗ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ν. Λυγερός

Το χάος
εσύ ο πρώτος
το τρόμαξες
με φως.

Το χάος θέλησε
να σε κατασπαράξει
αλλά εσύ,
ακόμα και πληγωμένος,
το φώτισες
και χάθηκε
στο μηδέν.

Κάποτε στις Κυκλάδες
το φως έγινε μάρμαρο
και το μάρμαρο άγαλμα
μα τούτο δεν τόλμησε
να κατακτήσει τον κόσμο ,
είχε διπλωμένα τα χέρια
σαν φυλακισμένο φως :
σημάδι του πεπρωμένου σου.

Πόσοι ξέρουν ότι η θάλασσα είναι φωτεινή
από τότε που ναυάγησε ο ήλιος
βλέποντας τα βάσανά σου
κι ότι η γεύση της αρμύρας
που αφήνει η θάλασσα στα χείλη
είναι κομμάτια ήλιου ;

Ένας ήσουν
μόνο ένας
στην αρχή.
Κι είχες μία σπίθα
μέσα στην πυγμή :
τη φωτιά,
το κομμάτι της ημέρας στη νύχτα.

Ήταν μεγάλο το δώρο, ήταν πικρό το βάσανο.
Ο δεσμός σου με την ανθρωπότητα,
τα δεσμά σου.
Κι εσύ ο πρώτος ένιωσες
το βάρος του φωτός.

Ο υπεράνθρωπος,
ο φωτοπλάστης,
ο ανθρώπινος δημιουργός
έγινες σκλάβος
της ανθρωπότητας.

Τους έδωσες να πιουν το φως
κι άλλαξες την ύπαρξη των ανθρώπων,
τους χάρισες τη ζωή.
Μα ποιος την ήθελε,
ποιος είδε τη θυσία σου,
ποιος την κατάλαβε;

Ο μύθος σου,
ακρόπολη της νοημοσύνης,
είναι μια σύνθεση
που λίγοι μπορούν ν’ ακούσουν,
μια μουσική της σιωπής.

Ίκαρος
στον πέτρινο ουρανό δεμένος,
Δαίδαλος
στον λαβύρινθο της σκέψης κλεισμένος.

Το δαδί σου, θεϊκή πυγμή
και πληγή δοξαστική,
το κορμί σου θεϊκή μορφή
και πληγή ανθρώπινη.

Η εκδίκηση της λήθης.

Οι άνθρωποι ξέχασαν το φως σου
και βρήκαν μόνο τη φωτιά.
Ξέχασαν ότι το φως
είναι το μάρμαρο του ήλιου.

Οι άνθρωποι έκαψαν το φως.
Πάνω στην άμμο τη λευκή
έχυσαν τον πόνο
και μια μοναδική στιγμή
έσπασε τον χρόνο.

Ακρωτηριάζοντας το άτομο
πλήγωσαν την ανθρωπότητα
κι η σκέψη της
ο θεός
θέλησε ν’ αυτοκτονήσει
βλέποντας τον ουρανό
να δαγκώνει τη γη.

Η λάμψη της έκρηξης
έδειξε το σκοτάδι,
τον δρόμο του Άδη.

Τότε ακούστηκε η πρώτη κραυγή
των νεκρών,
της φωτιάς τα θύματα,
τα ουράνια στίγματα.

Τότε άρχισε η πρώτη πάλη
με το μαύρο ατσάλι.

Ο θρήνος της ειρήνης.

Η απειλή της σκιάς
απλώθηκε
πάνω στις ψυχές
κι έκλεισε
τα βλέφαρα
της αθωότητας.

Το φως που μας χάρισες
με τη θυσία σου
ήταν μοναδικό
και το χάσαμε.

Η φωτιά για να ζήσει
θέλει νεκρούς πολλούς.
Πρέπει να σβήσει
για να ξαναδούμε το φως
το φως σου, Προμηθέα!

Στον τόπο των χαμένων ονείρων
δεν υπάρχουν πια κυπαρίσσια,
ευκάλυπτοι και πεύκα
παρά μόνο ποτάμια λύπης
και παραπονεμένα λόγια.

Όμως ανάμεσα στα ερείπια του κόσμου
λάμπουν οι σπασμένες ομορφιές.

Στα καλντερίμια της ζωής
στα πέτρινα κύματα
έπεσαν
τ’ άπιαστα βήματα
μιας αρχαίας ψυχής.

Μια χούφτα φωτός
πάνω στο σώμα
έγινε
της ελευθερίας το πέλαγος,
της ανάγκης το χρώμα.

Δεν υπάρχει φωτιά, μονάχα φως.
Ήπιες όλα τα δάκρυα του κόσμου
και με την πληγή σου
έπλασες τη θάλασσα
τη γη μας.

Κι ύστερα
μετά τον θάνατο
της αιωνιότητας
και την ανάσταση
της ημέρας
πριν το κόψει σε μιαν αρχαία αγορά
κάποιο χέρι
μια Κυριακή,
σαν πασχαλιά
θα ξανανθίσει
ο κόσμος.