1577 - Η φωτεινή νοσταλγία

Ν. Λυγερός

1- Μυρσίνη

2- Το φιλί της αιωνιότητας

3- Ο καημός της ξενιτιάς

4- Βεργίνα

5- Η Συμπόνια

6- Το νόμισμα της Πόλης

7- Του πύργου ο αετός

8- Το φως μου

9- Το βάρος του φωτός

10- Οι παντοτινές στιγμές

11- Η παραλία της ανάγκης

12- Στα σύνορα της συγκίνησης

13- Στα σίδερα του ουρανού

14- Η θύελλα της μνήμης

15- Το σημάδι και το χάδι

16- Το σούρουπο στα κύματα

17- Η πύρα του ριζικού

18- Κορόνα γράμμα

19- Ο χορός του νόστου

20- Ο δρόμος και το δέντρο

21- Τ’ αόρατα πέταλα

22- Φωτιά !

23- Η πρώτη γυναίκα

24- Του ήλιου η σκόνη

25- Πειρασμός

26- Της κρήνης οι σελίδες

27- Το φαράγγι της μνήμης

28- Ευαισθησία

29- Τα μάρμαρα του δειλινού

30- Το πέτρινο φιλί

31- Το στίγμα του Οδυσσέα

32- Εδώ κι εδά

33- Συνείδηση φωτός

34- Εδώ είναι παντού εκεί

35- Ωκύ μένος

36- Κατανοώ και επινοώ

37- Πλατεία Ελευθερίας

38- Φωτιά μύθου

39- Νοσταλγία μέλλοντος

40- Η μεταμόρφωση της ελευθερίας

 

Μυρσίνη

Στο μεσημέρι της χρονιάς

μού φίλησες τα μάτια

και μ’ έκανες κομμάτια

το καλοκαίρι της βραδιάς.

Απλή και πάντα τολμηρή

δεν έκλαψες τον χρόνο

μα έκλεψες τον πόνο,

αγνή και πάντα σταθερή.

Μια μυρωδιά μες στα μαλλιά

μού τύλιξε το χέρι,

με χάιδεψε τ’ αστέρι

και μ’ άναψε γλυκιά φωτιά.

Πληγή που μένει ανοιχτή

τη νύχτα δεν δικάζει.

Και τελικά χαράζει

αυγή που κρύβει μια ζωή.

Το φιλί της αιωνιότητας

Ένιωσα τις πίκρες του αιώνα,

πέτρες που βυθίζουν τον ντουνιά,

άγγιξα τα χείλη του χειμώνα,

κόκκινα σημάδια στα χαρτιά.

Το πάθος μάς χαράζει

το στήθος, την καρδιά

κι ο πόθος μάς τρομάζει

σαν έρχεται κοντά.

Έσκυψα και φίλησα το χώμα,

μνήμη της αθάνατης πληγής,

έπιασα και μύρισα το σώμα,

άρωμα γαλάζιας πηγής.

Ο καημός της ξενιτιάς

Χθες που περπατούσα στα παλιά μας

που ’νιωθα μεγάλη μοναξιά,

γνώρισα την πίκρα τη δικιά μας:

τύχη που κοιτά την ξενιτιά.

Στου κόσμου το λιμάνι

αρχίζει ο καημός,

στης μοίρας το σεργιάνι

τελειώνει ο σκοπός.

Θάλασσα, πατρίδα μου και γη μου

θέλω να σε πιω γουλιά-γουλιά

κι όταν πια μεθύσει η ψυχή μου

πάρε με μαζί σου στα βαθιά.

Βεργίνα

Άγγιξα στην Ανατολή

τα όρια του κόσμου,

έπιασα τότε μια στιγμή

τ’ όνειρο και το φως μου.

Ένα πάθος στη ζωή μου

είχα φανταστεί,

τώρα θέλει η ψυχή μου

να ’ρθει να σε βρει.

Ήλιος σκληρός στον ουρανό

έγινε η πληγή μου,

τ’ άστρο το μακεδονικό

έψαχνε η πυγμή μου.

Ένα πάθος στη ζωή μου

είχα φανταστεί,

τώρα θέλει η ψυχή μου

να ’ρθει να σε βρει.

Η Συμπόνια

Βλέπω τον ωκεανό,

της ξενιτιάς τους λόφους

κι αισθάνομαι τους ζόφους

του πεπρωμένου μας.

Θέλω τον ωκεανό,

της λησμονιάς το χάδι,

που πίνει το σκοτάδι

του πεπρωμένου μας.

Κρύβω τον ωκεανό,

μες στων ματιών το δάκρυ

και στέκομαι στην άκρη

του πεπρωμένου μας.

Το νόμισμα της Πόλης

Αχ ξένε, να ’ξερα τι θες

με τ’ αργυρό σου κέρμα,

οι δαιδαλώδεις του γραμμές

μού σχίζουνε το δέρμα.

Να το κοιτάξω δεν τολμώ

γνωρίζω τη φυλή του,

να το διαβάσω δεν μπορώ

μα ξέρω τη γραφή του.

Το πληγωμένο μου κορμί

τη λευτεριά προσμένει

και το σπασμένο μου σπαθί

αντάρτης παραμένει.

Της μνήμης η λαβωματιά

είναι καημού ρηγάτο,

με φέρνει στην Αγιά Σοφιά

να δω κωνσταντινάτο.

Του πύργου ο αετός

Ύπουλος ήταν ο στρατός

αιματηρά τ’ ασκέρια,

ακούστηκε ο κεραυνός

χαθήκανε τ’ αστέρια.

Σαν είδε κόκκινα σπαθιά

πήγε στον πύργο τον λευκό

κι έκρυψε μέσα του βαθιά

του τόπου του το μυστικό.

Μα με την πρώτη κανονιά

του ’σπασαν το κοντάρι

και με σπαθί η λευτεριά

πάλεψε σαν λιοντάρι.

Βόλι τον βρήκε στην καρδιά

κι έπεσε τότες ο ρωμιός,

πριχού σβηστεί η λεβεντιά

φάνηκε ένας αετός.

Το φως μου

Στο σπίτι μου η μοναξιά

κοιτάζοντας τους τοίχους

έγραψε μες στην παγωνιά

ξενιτεμένους στίχους.

Το παρελθόν κι οι σιωπές

έσπασαν τη φωνή μου,

της νοσταλγίας οι στιγμές

έπιασαν το κορμί μου.

Στον τόπο μου η ομορφιά

πληγώνοντας τους λίθους

έπλασε μες στην ερημιά

αγάλματα και μύθους.

Κι εγώ που ζω με μια πληγή,

με μια φωτιά στα χέρια

αναζητώ μες στη βροχή

καινούργια καλοκαίρια.

Το βάρος του φωτός

Μες στο μυαλό μου ξέσπασαν

οι κόκκινοι χειμώνες

και τα δεσμά μου έσπασαν

σαν πέτρινοι αιώνες.

Μόνο το βάρος του φωτός

λυγίζει το κορμί μου,

μόνο το πάθος κι ο καημός

πληγώνουν την πυγμή μου.

Κι αν κάποτε το έχασα

της ύπαρξης το κέρμα,

ποτέ μου δεν το ξέχασα

της θάλασσας το δέρμα.

Οι παντοτινές στιγμές

Το όνειρο λαβώθηκε

με την αυγή που κλαίει

και η ζωή σηκώθηκε

με την πληγή που καίει.

Έχει τη γεύση του φωτός

το πέτρινο μας χώμα

και το σκληρό μας χρώμα

μας το ’δωσε ο ουρανός.

Σαν μάθαμε τα βήματα,

της μνήμης τα σημάδια

χορέψαμε στα κύματα,

στου δειλινού τα χάδια.

Η παραλία της ανάγκης

Έχω πατρίδα μιαν ακτή

και νοσταλγώ τους στίχους

που διάβασα μια χαραυγή

πάνω στους άσπρους τοίχους.

Εσύ διψάς για φωτιές

που σπάζουνε δεσμά,

εσύ ζητάς τις στιγμές

π’ ανοίγουνε πανιά.

Έσπασα τις υπομονές,

ακρογιαλιές του πάθους

κι έκαψα τις αναβολές,

λαβωματιές του λάθους.

Εσύ διψάς για φωτιές

που σπάζουνε δεσμά,

εσύ ζητάς τις στιγμές

π’ ανοίγουνε πανιά.

Και στα σύνορα των σκοπών

ψάχνω μια σημασία

που πλέει μες στο παρελθόν,

απούσα παρουσία.

Στα σύνορα της συγκίνησης

Τα βλέμματα τα σκοτεινά

γεμίζουν τους αιώνες

μ’ ασπρόμαυρες εικόνες

από παντού και πουθενά.

Εκεί ακόμα κι η βροχή

είναι κρυφό σημάδι,

μια ξεχασμένη χαραυγή

μες στο βαθύ σκοτάδι.

Τα σύνορα τα φωτεινά

θυμίζουν τους αγώνες

που λάβωσαν χειμώνες

και βαλκανικά βιολιά.

Εκεί ακόμα κι η ψυχή

σχισμένη ιστορία

δεν τραγουδά, πολιορκεί

παλιά φωτογραφία.

Στα σίδερα του ουρανού

Έγινε σίδερα η βροχή

κι ένα πικρό τραγούδι

κι ο ουρανός μια φυλακή

για το παλιό Σχινούδι.

Οι πέτρες σπάσαν το χωριό:

πηγή ελευθερίας˙

τα γρόσια κλέψαν τον σταυρό:

αρχή πολιορκίας.

Τα παρεκκλήσια καρτερούν

το χρώμα της ελπίδας,

τα καλοκαίρια κελαϊδούν

τον ύμνο της πατρίδας.

Του πεπρωμένου μαχητές

χορεύουν με τον πόνο

ενώ καινούργιοι χορευτές

παλεύουν με τον χρόνο.

Η θύελλα της μνήμης

Το λιμάνι της ελπίδας

είναι ένας σπαραγμός

και μια χούφτα της πατρίδας

ένας αναστεναγμός.

Γαλανές λαβές του πόνου σπάζουν άσπρες σιωπές,

αναμνήσεις που μας καίνε στις πιο ήρεμες στιγμές.

Με μια θύελλα στα μάτια

και μια φλόγα στο μυαλό

πιάσαμε τα δυο κομμάτια:

την ανάγκη, το γραφτό.

Το σημάδι και το χάδι

Ο ήλιος μ’ απαλότητα

σου φίλησε το χώμα,

ζεστή μας τρυφερότητα

σημαδεμένο σώμα.

Στου πόνου την ακρογιαλιά

έσπασε ένα κύμα

κι οι πέτρες έκλαψαν πικρά

το γαλανό μας θύμα.

Σαν ένα χάδι γέμισε

την αμμουδιά με ήχους

και την πληγή μας δρόσισε

με αφρισμένους στίχους.

Το σούρουπο στα κύματα

Το σούρουπο είναι στιγμή

που παραμένει μυστική

στης νύχτας το σεργιάνι.

Στα σύνορα του πειρασμού

η πυρκαγιά του ουρανού

φωτίζει το λιμάνι.

Κι η θάλασσα απ’ τα βαθιά

με τις γλυφές σταγόνες

μάς φέρνει την υγρή φωτιά,

τους φωτεινούς αγώνες.

Τα χείλη σου διψούν

κι εγώ σωπαίνω,

τα χέρια σου τολμούν

κι εγώ προσμένω.

Η πύρα του ριζικού

Άσπρη θωριά, μαύρη φλακή

και κάψα κάθε ζάλο

η ψη την πονεμένη γη

θέλει και τίποτ’ άλλο.

Επά βροχή είναι το φως

φωτιά που φέρνει ζάλη

μούρτζινος είναι ο σκοπός

κι η λύπηση μεγάλη.

Μόνο με την αποκοτιά

και πίνοντας φαρμάκι

παλεύουν ούλοι στην ξενιά

για το βερτζί κανάκι.

Κορόνα γράμμα

Μ’ ένα τάλιρο στην τσέπη

έφευγα κάθε πρωί

για να δω τ’ άσημα έπη

που γεμίζουν τη ζωή.

Και κορόνα γράμμα παίζω

όταν είμαι μες στην μπόρα

και το κέρμα κι ας κερδίζω

είναι κάλπικη η ώρα.

Με το φως πάνω στους ώμους

και το μέτωπο ψηλά

ολομόναχος στους δρόμους

περπατούσα στα παλιά.

Με τα κύματα στα μάτια

έσφιγγα κάθε βραδιά

της ημέρας τα κομμάτια

που πληγώνουν την καρδιά.

Ο χορός του νόστου

Πάρθηκε της μνήμης κάστρο

έσβησε ένας μύθος

έπεσε κλεμμένο άστρο

σώπασε και το πλήθος.

Τώρα που το ακορντεόν

κι οι θλιβερές εικόνες

μάς τραγουδούν το παρελθόν

σπαράζουν κι οι αιώνες.

Πέταξα το κομπολόι

μέθυσα το βλέμμα μου

άρχισα το μοιρολόι

κι έχυσα το πνεύμα μου.

Ο δρόμος και το δέντρο

Σ’ αυτό το πέτρινο χωριό

ο ξεχασμένος τρόμος

κι ο πεθαμένος δρόμος

κρύβουν παράπονο πικρό.

Σ’ αυτήν την έρημη στιγμή

η σιωπή θυμάται

τη μάχη που κοιμάται

το σίδερο και την πυγμή.

Θυμάται τη φτωχή μας γη,

τ’ ανείπωτό της σώμα,

το κόκκινό της χώμα

που πόνεσε μια χαραυγή.

Δεν έπεσε η φλαμουριά,

τα τετρακόσια χρόνια

και τα σκληρά τα χιόνια

δεν πλήγωσαν την ομορφιά.

Τ’ αόρατα πέταλα

Μες στα μπουμπούκια τα μικρά

βρίσκεται ο κυανός,

πέτρινος ωκεανός,

που σπάζει όλα τα δεσμά.

Και τα μπουζούκια τα πικρά,

τα κύματα της θλίψης,

τα πέταλα της τύψης

χτυπούν την άπονη πενιά.

Του χρώματος η μυρωδιά

θαλασσινό τραγούδι

κι αόρατο λουλούδι

που στάζει από ομορφιά.

Φωτιά !

Στον λαβύρινθο του κόσμου

περπατούσα το πρωί,

έψαχνα παντού το φως μου

μα δεν έβρισκα ψυχή.

Θέλω να πιω τον ουρανό,

το φως για να μεθύσω,

θέλω να δω το ριζικό,

άλλη ζωή ν’ αρχίσω.

Και το βράδυ αν μπορέσω

τα σπασμένα τα φτερά

στα κρυφά θα τους τα κλέψω

και θ’ ανάψω μια φωτιά.

Η πρώτη γυναίκα

Είναι τα φρύδια προσφορά

και αίνιγμα το στέμα,

είναι τα στήθια πυρκαγιά

και έγκλημα το βλέμμα.

Δεν ξέχασες και νοσταλγείς

τα γαλανά σεργιάνια,

δεν ξέχασες κι αναζητείς

τα φωτεινά λιμάνια.

Έχεις στα χέρια κεραυνούς,

σπαθιά πυρακτωμένα

κι έχεις στα μάτια ουρανούς

παλάτια ξεχασμένα.

 

Του ήλιου η σκόνη

Του ήλιου η σκόνη χτυπά

το κόκκινό σου χώμα

κι αέρας πέτρινος ζητά

τ’ αμέθυστό σου σώμα.

Κι απ’ τα βουνά τα κύματα

τα πράσινα καλπάζουν

την ανθρωπιά στη θάλασσα

με πόνο κατεβάζουν.

Κάθε στιγμή, κάθε πνοή

κι αθάνατη εικόνα

στα μυστικά επιθυμεί

ακίνητο αιώνα.

Πειρασμός

Με τα χείλη σου μια μέρα

έσπασες το χρώμα,

με τα χέρια του αγέρα

άγγιξες το σώμα.

Το φιλί σου στο κορμί σου

δεν αφήνει ίχνη

και το κάστρο μες στην άμμο

μόνο πόθο δείχνει.

Με το βλέμμα σου το βράδυ

ουρανούς αλλάζεις

και στο δέρμα με το χάδι

πειρασμούς χαράζεις.

Της κρήνης οι σελίδες

Στις θερμοπύλες του χρόνου

λιοντάρια των Ενετών

ανοίγουν στον νου του πόνου

τις πύλες των παλατιών.

Νερό αθάνατο χύνουν

στο στόμα γουλιά-γουλιά

και βλέπω μάχες που δίνουν

τα κάστρα τα βυζαντινά.

Μία-μία τις σελίδες

κόβω με μια μαχαιριά

και ανθίζουν οι ελπίδες

με την πρώτη κοντυλιά.

Το φαράγγι της μνήμης

Στης πατρίδας το φαράγγι

έπεσε η ομορφιά,

ήταν κόκκινη ανάγκη

και πικρή λαβωματιά.

Αετούς είχε στα χέρια

και βυζαντινά σπαθιά,

καρτερούσε περιστέρια,

βενετσιάνικα φτερά.

Της αυγής τα χελιδόνια

τραγουδούσαν απαλά

και θυμήθηκε τ’ αηδόνια

και τη μαύρη ξενιτιά.

Ευαισθησία

Τα βάσανα, το παρελθόν

και τα χαρτιά θα κάψω

στο σώμα σου τον πόθο μου

με τη φωτιά θα γράψω.

Πώς να πετάξω, πώς να πετάξω

στη φωτεινή σου θάλασσα,

στον ουρανό ν’ αράξω;

Έχεις το χρώμα του γιαλού

μικρό μου μεσημέρι

κι είσαι το φως του πειρασμού

κόκκινο καλοκαίρι.

Τα μάρμαρα του δειλινού

Κατάλευκα πουλιά που κάποτε πέταξαν

στον παλιό γαλάζιο ουρανό μας,

τώρα πια περιμένουν ακίνητα

επάνω στη μετέωρη Ακρόπολη

το βλέμμα του καλοκαιριού

να ξαναλάμψουν όπως τότε

και σαν πέτρινοι αφροί

που έγιναν φτερά των αιώνων

στον άνεμο κυματίζουν,

τα μάρμαρα του δειλινού.

Το πέτρινο φιλί

Έχω τη γεύση της πέτρας στα χείλη

και βλέπω τη λευκή μας θεά

με τα διπλωμένα χέρια

ακίνητη κι ελκυστική

με τη διαχρονική της ομορφιά.

Τότε ξεχνώ και τους αιώνες που πέρασαν

και τους ανθρώπους που γέρασαν,

δεν νιώθω όμως τη χαρά της λησμονιάς,

απλώς αισθάνομαι το φως

που μέσα μου κυλά

αυτήν τη μνήμη που γίνεται

το σώμα μου.

Το στίγμα του Οδυσσέα

Πόλεμος, ασπίδα, κεραυνός

και δίψα του αίματος,

θάλασσα, ανάγκη, πειρασμός

και δόξα του βλέμματος.

Δεύτερο ταξίδι λησμονιάς

τα κύματα του πόνου,

κάτασπρο κατάρτι συντροφιάς

ορίζοντας του χρόνου.

Πέρασμα, το χρώμα τ’ ουρανού

απλόχερη αθανασία,

ξέσπασμα, το χάδι του δεσμού

αόρατη παρουσία.

Εδώ κι εδά

Τη συμπαράσταση εδώ

τη βρήκα για πρώτη φορά

στου πεύκου τον κορμό,

ακούμπησα το πρόσωπο

και ένιωσα στο μέτωπο

ρετσίνι και φωτιά.

Κρατάω στο χέρι

το δάκρυ της κουκουναριάς

και το φιλί της μυρωδιάς,

και δίχως πια δεσμά

σηκώνω το καλοκαίρι,

την επανάσταση εδά.

Συνείδηση φωτός

Στο περιγιάλι προσπαθώ

με τη συγκίνησή μου

και με τα πάθη μου να βρω

την πρώτη κίνησή μου.

Και στο κενό της λησμονιάς

μετρώ τα βήματά μου

και με τον νου της ανθρωπιάς

κεντώ τα σχήματά μου.

Στης σιωπής την εποχή

γεννήθηκα μυρσίνη

και σε πατρίδα φωτεινή

έγινα ρωμιοσύνη.

Εδώ είναι παντού εκεί

Τα μάρμαρα της ομορφιάς ζητούν δικαιοσύνη

και μέτωπα του ουρανού μα και νοημοσύνη.

Εδώ είναι παντού εκεί κι ο πόνος δίχως χρώμα

κι εγώ αυτό π’ αναζητώ είναι μια χούφτα χώμα.

Τον τόπο μου τον πλήγωσε μια αιμοτοχυσία,

τη μνήμη μου την έπλασε πικρή φωτοχυσία.

Εδώ είναι παντού εκεί κι ο δρόμος δίχως δυόσμο

κι εγώ αυτό π’ αναζητώ είναι μια χούφτα κόσμο.

Ωκύ μένος

Η αμμουδιά σεμνό κορμί

χωρίς λαβωματιά

κι ο πόνος σπαθιά

πάνω στην ψάθινη ψυχή.

Και των κυμάτων η οργή

σαν σίδερο χτυπά

το φως που κυλά

πάνω στην κάλπικη στιγμή.

Κι όμως η πέτρα δεν βαστά

σαν πετά αετός

και σίδερο φως

ποτέ του δεν υπερνικά.

Κατανοώ και επινοώ

Η δίψα των χωμάτων

το βάθος της στιγμής,

η πίκρα των αιμάτων

το λάθος της πυγμής.

Το πάχος των χρωμάτων

ο πλούτος της ζωής,

το πάθος των σωμάτων

ο πόθος της ψυχής.

Η μνήμη των δερμάτων

το στίγμα της πληγής,

η σκέψη των σημάτων

το φως της σιωπής.

Πλατεία Ελευθερίας

Στη μικρή μας την πλατεία

στην παλιά μας γειτονιά

ήρθε η ελευθερία

λες και ήταν πυρκαγιά.

Τα κομμάτια της πατρίδας

είναι μέσα στη φωτιά,

τα σημάδια της ελπίδας

έχω μέσα στην καρδιά.

Υγρό το μάρμαρο του γιαλού,

ζεστό το βάσανο της ζωής,

γαλάζια η πέτρα του νου

κι άσπρο το πέταγμα της πνοής.

Φωτιά μύθου

Η οργή του Αχιλλέα

σίδερο φωτός,

η πυγμή του Προμηθέα

νέος ουρανός.

Το σπαθί του Οδυσσέα

φλόγα της ματιάς,

το δαδί του Προμηθέα

άσμα της φωτιάς.

Η μνήμη του γιαλού δικαιοσύνη

της θάλασσας που καίει τη μυρσίνη,

η γεύση της φωτιάς νοημοσύνη

του μύθου που ζητά η ρωμιοσύνη.

Νοσταλγία μέλλοντος

Κάθε έκφραση της ουσίας είναι μια ανακάλυψη των λέξεων

κατάλευκα πανιά που σχίζουν το γαλάζιο της μνήμης

αυθεντικές στιγμές που γεμίζουν το σπίτι της θάλασσας

σημαντικές σκέψεις που χτυπούν το νόημα της ύπαρξης

εφήμερα λόγια που διαρκούν μια αιωνιότητα.

Κάθε δάκρυ του μέλλοντος είναι μια στάλα του παρελθόντος.

Η μεταμόρφωση της ελευθερίας

Η γη μας,

πράξη πόνου,

κόκκινη μάχη,

χάδι της πληγής,

κατάσταση ανάγκης,

δικαιοσύνη του Αχιλλέα.

Η θάλασσά μας,

μνήμη της συμπόνιας,

γαλάζιο ταξίδι,

σημάδι της ζωής,

αντίσταση ανάγκης,

ρωμιοσύνη του Οδυσσέα.

Ο ουρανός μας,

γνώση του πάθους,

λευκό φως,

στίγμα της πυγμής,

επανάσταση ανάγκης,

νοημοσύνη του Προμηθέα.