11420 - Όταν οι λίγοι έγιναν σπάνιοι

Ν. Λυγερός

Ο μικρός οπλίτης δεν είχε προβλέψει το επόμενο μάθημα.
Στο πλάι του ήταν ο δάσκαλός του.
Ήταν και οι δύο οπλισμένοι.
Ένιωθε αθάνατος.
Τουλάχιστον όσο ήταν μόνοι τους.
Όταν όμως είδε τους πέντε εχθρούς τους άλλαξε γνώμη.
− Δάσκαλε, είναι πέντε…
− Χαίρομαι που δεν ξεχνάς την αριθμητική σου.
− Μα είμαστε δύο.
− Ποια πράξη σ’ απασχολεί;
− Η διαφορά στην αφαίρεση.
− Αυτό είναι στην αρχή.
− Και στο τέλος;
− Θα είμαστε περισσότεροι από αυτούς κατά δύο μονάδες.
− Δάσκαλε, το χιούμορ σας είναι ειδικό.
− Ετοιμάσου, μαθητή.
Ο μαθητής ήρθε κοντά στο δάσκαλο για να καλύπτεται από την ασπίδα του. Και οι πέντε έγιναν μία γροθιά.
Ο δάσκαλος ήταν ακίνητος και παρέμεινε έτσι.
Ακόμα και μετά τα πρώτα χτυπήματα πάνω στην ασπίδα του.
Ενώ ο μικρός οπλίτης πλήγωσε έναν από τους εχθρούς.
Οι ασπίδες τους είχαν γίνει μία.
Η φιλοσοφία τους.
Άντεξαν την επίθεση και πέρασαν στην αντεπίθεση.
Τότε είδε το δάσκαλο να κινείται παράξενα.
Πλάγια επίθεση.
Συντονίστηκε μ’ αυτόν δίχως να δίνει σημασία στους αντιπάλους.
Ήταν γίγαντες μπροστά του.
Αλλά είχαν αδύνατα σημεία.
Κι αυτός ήταν πολύ γρήγορος.
Έτσι οι λίγοι έγιναν σπάνιοι.
− Μέτρησες, μαθητή;
− Είχατε δίκιο, δάσκαλε.
− Η διαφορά μας λοιπόν ήταν θέμα χρόνου.
− Και τώρα είμαι ωραίος.
− Ακριβώς.
− Δάσκαλε;
− Πες μου.
− Πώς τα καταφέραμε; Αφού ήταν πολλοί.
− Για μας θα είναι πάντα πολλοί.
− Τι θέλετε να πείτε;
− Ποτέ δεν είμαστε οι περισσότεροι.
− Οι Έλληνες;
− Αλλά είμαστε οι σπάνιοι.
Ο μικρός οπλίτης σκέφτηκε την λακωνική πρόταση.
Δεν ήταν ανάγκη να πει περισσότερο.
Η δράση τους ήταν η απόδειξη.
Τα νοητικά σχήματα του δασκάλου είχαν πάρει σάρκα και οστά.
Ήταν το σώμα του και το πνεύμα του Ελληνισμού.