959 - Τα αόρατα μάτια

Ν. Λυγερός

Οι άγνωστοι βλέπουν τον Ιάκωβο με ένα τυφλό παιδί. Πίνουν καφέ, και εκείνος του δίνει ένα κουλούρι. Το καφενείο είναι κλειστό και οι δυο τους είναι μόνοι.

Το τυφλό παιδί: Κάποιοι έρχονται…

Ο Ιάκωβος δεν γυρίζει να δει ποιος είναι.

Ιάκωβος: Είναι οι άγνωστοι… Μη φοβάσαι!

Το τυφλό παιδί: Δεν φοβάμαι… Χρόνος. Ξέρω γιατί ήρθαν…

Ιάκωβος: Μακάρι να το ήξερα και εγώ.

Το τυφλό παιδί: Σε λίγο θα το μάθεις.

Ο Ιάκωβος κοιτάζει τους αγνώστους.

Ιάκωβος: Τι έγινε;

Άγνωστος: Έπιασαν τον μικρό Αλέξανδρο…

Το τυφλό παιδί: Ξέρω πού βρίσκεται.

Άγνωστος: Πού τον είδες;

Το τυφλό παιδί βάζει ένα αντικείμενο πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου. Είναι ένα κομμάτι της μικρής εικόνας.

Άγνωστη: Τι είναι;

Άγνωστος: Το τελευταίο και το πρώτο κομμάτι. Το αγγίζει.

Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το τυφλό παιδί κοιτάζει τον Αλέξανδρο.

Αλέξανδρος: Πάρε αυτό το κομμάτι! Τα άλλα είναι μέσα μου. Χρόνος. Οι άγνωστοι θα καταλάβουν.

Στο καφενείο.

Άγνωστος: Σήμερα σου το έδωσε;

Το τυφλό παιδί: Ναι.

Ιάκωβος: Γιατί δεν μου είπες τίποτα;

Το τυφλό παιδί: Ο Αλέξανδρος μίλησε μόνο για τους αγνώστους.

Ιάκωβος: Καλά έκανες, παιδί μου.

Το τυφλό παιδί: Θα σας δείξω πού τον είχαν.

Σηκώνονται όλοι και ακολουθούν το τυφλό παιδί. Περπατά γρήγορα. Βλέπει τα στενά της Κομοτηνής, αναγνωρίζει τις μυρωδιές της. Φτάνουν στο χαλασμένο τζαμί. Ο μικρός σταματά απότομα.

Το τυφλό παιδί: Εδώ τον έχουν…

Στο σπίτι του ζωγράφου. Είναι μόνος του πια. Το πινέλο του είναι βαρύ. Πάνω στον πίνακά του υπάρχουν σκιές δίπλα από ένα παλιό τζαμί. Στην παλέτα του βάζει ένα παχύ κόκκινο. Βουτάει το πινέλο και αγγίζει τον σπασμένο τοίχο.

Άγνωστη: Κάποιος πληγώθηκε εδώ! Δείχνει ίχνη αίματος.

Άγνωστος: Ήταν ήδη πληγωμένος.

Ιάκωβος: Δεν μπορεί να είναι εδώ.

Ο άγνωστος δείχνει ένα μαύρο σταυρό του Αγίου Όρους.

Άγνωστος: Και όμως εδώ ήταν. Σιωπή.

Άγνωστη: Ήξεραν πως θα τον βρούμε.

Άγνωστος: Όχι, ήθελαν να βρεθούμε εδώ.

Εκείνη τη στιγμή βλέπουν ένα μπουλούκι.

Στο σπίτι του ζωγράφου. Κάποιος χτυπά την πόρτα και ο ζωγράφος την ανοίγει. Είναι η γιαγιά του μικρού Αλέξανδρου.

Ζωγράφος: Έλα, μην κάθεσαι έξω.

Η γιαγιά τού αγγίζει το χέρι και κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα από τον πίνακα.

Γιαγιά: Δεν ξέρω τι να κάνω. Χρόνος. Τι ζωγραφίζεις;

Ζωγράφος: Τη ζωή.

Γιαγιά: Εκείνη που είναι καταδικασμένη να πεθάνει;

Ζωγράφος: Όχι, την άλλη.

Γιαγιά: Δεν ξέρω πώς είναι…

Ζωγράφος: Με το πινέλο η διαφορά είναι ελάχιστη. Μόνο το χρώμα αλλάζει.

Γιαγιά: Κοιτάζοντας τον πίνακα. Το ξέρω αυτό. Όμως… Το ξανακοιτάει πιο προσεκτικά. Τι είναι αυτές οι σκιές;

Ζωγράφος: Είναι περαστικές.

Γιαγιά: Και γιατί είναι τόσο μαύρες;

Ζωγράφος: Ήταν γεμάτες φως…

Γιαγιά: Ήταν;

Ζωγράφος: Ναι, δεν είναι πια. Χρόνος. Το φως έσπασε. Σιωπή.

Η γιαγιά κοιτάζει τα ερείπια του φωτός.