2714 - Τα μαύρα μάτια

N. Lygeros

Μαύρα μάτια ήταν το όνομά του. Κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει το βλέμμα του. Δεν τολμούσαν. Όλοι έλεγαν ότι είχε χάσει κάθε ανθρωπιά μετά από τα τραγικά γεγονότα του βουνού. Δεν είχε πια δικούς του. Δεν υπήρχαν πια χρώματα. Χαμογελούσε λες και ήταν η τελευταία φορά όπως τότε που έγινε δολοφόνος.

Τους ειδοποίησαν το βράδυ. Τα ξημερώματα θα τους σταύρωναν οι αγκυλωτοί. Όλοι μαζί θα έπεφταν πάνω στο νησί του. Έπιασαν τα όπλα τους. Δεν είχαν άλλα. Οι σφαίρες λίγες και αυτές. Θα πέθαιναν και αυτοί, όμως έπρεπε να χαιρετίσουν πρώτα τα καρφιά του ανέμου που θα πλήγωναν τη γη τους. Οι άντρες έφυγαν βιαστικά. Έπρεπε να πάρουν τις θέσεις τους. Εκείνος έμεινε μόνος. Κοίταζε το μαχαίρι του με τη χαραγμένη λεπίδα του. Δεν θα το έβλεπε μετά. Πέρασε το δάκτυλό του και άφησε μια κόκκινη γραμμή. Ήταν έτοιμος.

Η νύχτα ήταν κατάμαυρη. Κοίταζαν όλοι τον ουρανό, όμως δεν έβλεπαν τίποτα. Περίμεναν το σύνθημα. Θα το έδινε εκείνος που κάρφωνε τον ουρανό. Ο θόρυβος τούς προειδοποίησε, όμως το μαύρο δεν άλλαξε παρά μόνο για έναν. Έσφαξε το πιστόλι του. Είχε έρθει η ώρα. Έπρεπε να πεθάνουν για να ζήσει η μέρα. Τους φώναξε. Ο καθένας στη θέση του περίμενε τους αγκυλωτούς σταυρούς. Όλοι τους έτρεμαν. Όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Κάθε βόλι ένα κεφάλι. Αλλιώς ήταν χαμένοι. Οι κρόταφοί τους ησύχασαν με τον πρώτο κρότο. Ύστερα κανείς δεν μπορούσε να περιγράψει τι έγινε. Οι σφαίρες έσχιζαν το πέπλο της νύχτας.

Όμως η νύχτα ήταν πιο βαριά οπλισμένη και το αίμα άρχισε να ποτίζει τη γη. Με τα πιστόλια και τα ντουφέκια πάλευαν τα πολυβόλα της καταστροφής. Σταμάτησε να πυροβολεί. Άρχισε να τρέχει. Έψαχνε τις νεκρές γωνιές για να μείνει ζωντανός και να σκοτώσει τους βαρβάρους. Έπρεπε να προλάβει το θάνατο. Έτρεχε και έσφαζε. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει κανένα ζωντανό. Οι αγκυλωτοί σταυροί συνέχιζαν να πέφτουν. Δεν ήξεραν από κρυφά μαχαίρια. Δεν έβλεπαν τα μαύρα μάτια.

Δεν είχε μείνει κανένας από τους δικούς του. Ήταν ο τελευταίος. Το ήξερε από την αρχή. Δεν σταμάτησε να τρέχει παρά μόνο όταν έσπασε με τα χέρια του τον τελευταίο αγκυλωτό σταυρό. Ακόμα και το μαχαίρι του είχε λυγίσει όχι όμως τα χέρια του.

Εκείνη η νύχτα δεν τέλειωσε ποτέ, ακόμα και όταν ξερίζωσαν τα θεμέλια του σπιτιού του. Δεν έκλαψε, συνέχισε να τρέχει. Τον είχαν επικηρύξει. Μάταια όμως διότι δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Έσπερνε το θάνατο όπως παλιά το έκανε στο μικρό του χωράφι. Δεν άφηνε κανένα κενό. Δεν θα γλύτωνε κανένας. Τα μαύρα μάτια έγιναν ο δολοφόνος των Γερμανών. Αυτό έγραψε το βιβλίο της ιστορίας.