639 - Ο λαβύρινθος του τάφου (6)

Ν. Λυγερός

Έφθασε αργά στο νεκροταφείο. Ήθελε να δει τον αγαπημένο του φίλο μα δεν έπρεπε να τον πιάσουν. Περπατούσε προσεχτικά ανάμεσα στους τάφους. Δίχως τις πληροφορίες του φίλου του ποτέ δεν θα είχε βρει το μυστικό άνοιγμα. Σκέφτηκε πως ήταν πανέξυπνος ο παπάς και χαμογέλασε. Ο Θεός είχε αγγίξει το κεφάλι του. Έπιασε με τα δυο του χέρια το χερούλι και τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Άνοιξε η γη και φάνηκε το μυστικό φως. Μες στην τρύπα χωρούσε ίσα-ίσα ένας άνθρωπος κι αναγκάστηκε να βγάλει το σπαθί του για να μπορέσει να κατέβει τα απότομα σκαλιά. Δεν έβλεπε τίποτα κι άγγιζε τους τοίχους για να μην σκοτωθεί μέσα σ’ αυτόν τον παράξενο τάφο. Μετά από λίγο εκεί που έστριβε το άνοιγμα, άλλαξαν οι τοίχοι. Από κρύοι που ήταν, έγιναν ζεστοί. Ένιωσε τα φύλλα, τα ξύλα, και τα δέντρα που είχαν βυθιστεί μες σε τούτη τη γη για να γίνουν οι ρίζες του γένους. Οι τοίχοι ήταν βιβλία, μόνο και μόνο βιβλία. Είχε ώρα που περπατούσε μα τα δάκτυλά του ένιωθαν μόνο τα εξώφυλλα παλαιών δέντρων. Έφθασε σε μια άλλη σκάλα. Κι εκεί πάλι έσκυψε για να χωρέσει. Μα πώς μπορούσε να ζήσει ο παπάς σ’ έναν τόσο μικρό χώρο; Εκτός αν κι αυτός ήταν ένα βιβλίο, ένα ζωντανό βιβλίο. Στο βάθος είδε ένα μικρό φως. Ήταν το καντήλι του φίλου του. Πρώτη φορά το έβλεπε μα ήξερε πως ήταν το δικό του. Δεν μίλησε όμως κι αγάπησε τη σιωπή των βιβλίων του. Όλη η πατρίδα του ήταν ένας τάφος, μα ο τάφος ήταν η πατρίδα του. Το μνήμα του σπαραγμού είχε γίνει το σπάραγμα της μνήμης. Μες στο φως είδε το χαμόγελο του φίλου του. Το πρόσωπό του έλαμπε. Ήταν γεμάτο γαλήνη. Μα δεν μπόρεσαν ν’ αγκαλιαστούν, δεν υπήρχε χώρος. Μες στη χαράδρα της μνήμης έσφιξαν μόνο τα λαβωμένα τους χέρια. Είχαν χρόνια να βρεθούν και βούρκωσαν τα μάτια του παπά και του κλέφτη. Τα σύμβολα της αντίστασης είχαν σμίξει και πάλι. Πέρασε αρκετός χρόνος πριν μπορέσουν να μιλήσουν. Όμως η φιλία τους μιλούσε ήδη. Τώρα που ο κλέφτης ήταν και πάλι κοντά του όλα ήταν δυνατά. Το ήξερε ο παπάς κι ευχαρίστησε τον Θεό που του έδωσε την ευκαιρία να ζήσει την ίδια εποχή με τον φίλο του. Εκείνη τη μέρα τού έδωσε το βιβλίο με τα λευκά φύλλα.