467 - Η θαράπαψη της Λιμνοθάλασσας

Ν. Λυγερός

Όταν η ζωή σου πεθαίνει κάθε μέρα μέσα στην καθημερινότητα της κοινωνίας, είναι δύσκολο να φανταστείς τη δύναμη του παρελθόντος. Όταν όμως βρίσκεσαι σε μια πόλη όπου κάθε στιγμή στηρίζεται πάνω στη μνήμη του λαού, τότε συνειδητοποιείς πόσο βάθος έχει το παρελθόν. Όσο σπάνιοι είναι οι άνθρωποι που ανοίγουν τα χέρια τους σαν φτερά για να σε αγκαλιάσουν, τόσο σπάνιες είναι οι πόλεις που σε περιμένουν για να σου δώσουν ένα κομμάτι της ιστορίας τους.

Η δύναμη του παρελθόντος στο Μεσολόγγι όχι μόνο σε αγγίζει, ακόμα κι αν η ζωή σου είναι μια πληγή, μα σε ανακουφίζει, διότι νιώθεις πόσο μεγάλος είναι ο πόνος της. Έδωσε ήδη τη μάχη της εναντίον του κατακτητή και τώρα δίνει μόνο τη συμπόνια σ’ εκείνον που την προσέχει. Έτσι, σιγά-σιγά, σχεδόν υποσυνείδητα, η προσοχή γίνεται προσευχή. Έτσι νιώθεις μέσα στην πινακοθήκη. Δεν είναι μόνο ένα μουσείο, είναι και μια λαϊκή εκκλησία. Οι εικόνες της σε κοιτάζουν με τον ίδιο τρόπο. Έδωσαν τη ζωή τους για τους άλλους. Η ζωή τους δεν ήταν μια μάχη δίχως σκοπό. Η ζωή τους ήταν ένα πάθος. Ένα πάθος που έγινε θάνατος για την ελευθερία των άλλων.

Υπάρχει ο κόσμος της μνήμης μέσα στον ανώνυμο κόσμο της λήθης. Στο Μεσολόγγι, όλα σε προσέχουν για να θυμάσαι. Όλα τα αντικείμενα είναι πολύτιμα κείμενα. Σου μιλούν για μια ζωή που ξεπερνά τα όρια του θανάτου και λέγεται μνήμη. Κάθε πίνακας είναι ένα μέρος από το σώμα ενός λαού που δεν δέχτηκε τη σκλαβιά. Κάθε εικόνα είναι μια μάνα που κλαίει το παιδί της. Όχι γιατί το εκτέλεσε ένας κατακτητής, μα γιατί το σκότωσε η ίδια για να μην το βασανίσουν. Η ύπαρξή της είναι ακόμα πιο δυνατή μέσα από την ελευθερία του θανάτου παρά στη σκλαβιά της ζωής.

Όταν είσαι πάνω στη Λιμνοθάλασσα και βλέπεις την πόλη που ζει κάτω από τον ουρανό, καταλαβαίνεις από το ύψος των σπιτιών πόσο αγαπά τη γη της. Τα σπίτια είναι καρφωμένα μέσα στο χώμα σαν δάκτυλα που κρατούν την πατρίδα τους. Όλη η πόλη είναι ένα φιλί πάνω στη γη που λέει: Τούτο το χώμα είναι δικό μας . Και τα δάκρυα που έδωσαν οι πρόγονοί μας για να το κρατήσουν έγιναν μια Λιμνοθάλασσα. Κι από τότε, οι όμορφες ψυχές που ξέρουν να πονούν, πηγαίνουν στην άκρη της θάλασσας και του ουρανού, κάθε βράδυ, για να προσκυνήσουν και να βρουν τη θαράπαψη.

Κι όταν το πρωί αρχίζει άλλη μέρα στον κήπο των ηρώων, νιώθεις μέσα σου πόσους νεκρούς θέλει ο ήλιος για να γυρίσει. Τότε καταλαβαίνεις πως όλοι αυτοί οι τάφοι δεν είναι ένα νεκρό στοιχείο του παρόντος, μα τα σηκωμένα χέρια του παρελθόντος που αντιστάθηκαν για να κρατήσουν το μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτός ο ελληνισμός που θυσιάστηκε για μας, αποτελεί ένα παράδειγμα για τον λαβωμένο ελληνισμό. Αυτό είναι το μήνυμα της αδελφοποίησης της πόλης με τα κατεχόμενα της Κύπρου. Και το κυπριακό σύνθημα παίρνει μια άλλη έννοια εδώ. Δεν ξεχνώ γιατί πέθανα ήδη για τους άλλους. Κάθε ήρωας που βαστά το χώμα της πατρίδας του και που έχασε το αίμα του γι’ αυτό, κλαίει ακόμα στη Λιμνοθάλασσα για τις μαυροφορεμένες μανάδες που ζουν μόνο και μόνο για τα αγνοούμενα τους παιδιά. Εκείνος δεν μπορεί να ξεχάσει, γιατί ο θάνατός του είναι η ζωή μας. Στο Μεσολόγγι, στο εγκλωβισμένο παρελθόν ζει η μνήμη του μέλλοντος. Δεν ζει όμως μόνο στα μουσεία και στις εκκλησιές. Υπάρχει μέσα σε κάθε πολίτη που έχει μέσα του ένα Μεσολόγγι.