42033 - Η ώρα του πολέμου

Ν. Λυγερός

Η πολιορκία κρατούσε χρόνια γιατί κανείς δεν τολμούσε
να αμφισβητήσει μετωπικά την βαρβαρότητα.
Όμως τώρα ο Χιλιόχρονος είχε πάρει την απόφασή του.
Είχε έρθει από τα ξένα και τα παλιά
για να υποστηρίξει τους αγωνιστές της ελευθερίας
κι ας μην περίμενε τίποτα από αυτούς
ήταν εδώ μόνο και μόνο για να βοηθήσει
κι όχι για να πάρει κάποιο αντάλλαγμα
άλλωστε όλοι το ήξεραν γιατί γνώριζαν
τι έχει κάνει στο παρελθόν για τους δικούς τους
σε πιο μακρινή περιοχή ακόμα.
Δεν ήθελε τους δειλούς μαζί του, μόνο τους μαχητές
γιατί ο αγώνας θα ήταν σκληρός κι απάνθρωπος.
Μόνο αυτοί που θα άντεχαν, θα παρέμεναν στο πλάι του.
Είχε φέρει οπλισμό γιατί έπρεπε να πέσουν
τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας
και να καεί κάθε λαιμός που θα τολμούσε να σηκωθεί.
Όταν τον αντίκρισαν, τρόμαξαν και οι δικοί του.
Ποτέ πριν δεν είχαν δει αυτό το βλέμμα.
Το ήξεραν μόνο από μαρτυρίες του παρελθόντος.
Ήταν η πρώτη φορά που λυπήθηκαν τους εχθρούς τους.
Μάλιστα εκτίμησαν ότι το καλύτερο που μπορούσε να συμβεί
ήταν να πεθάνουν όσο πιο γρήγορα γινόταν
για να μην υποφέρουν τόσο σκληρά
από τις πληγές που θα τους προκαλούσε.
Τα μάτια πετούσαν σπίθες, αλλά δεν ήταν οργισμένα
κι ήξεραν ότι αυτό ήταν χειρότερο ακόμα.
Διότι θα ήταν ανελέητος και δεν θα έμενε τίποτα όρθιο
από όλα όσα είχαν κάνει οι εχθροί για να εδραιωθούν.
Αυτοί δεν είχαν μάθει τι σημαίνει επανάσταση
ήταν μόνο ριζοσπαστικοί και που να φανταστούν
τι τους περίμενε μόλις τον αντικρίσουν.
Δεν είχαν πιάσει ποτέ σπαθί στα χέρια τους
και θεωρούσαν ότι ήταν πολεμιστές.
Τα πράγματα θα άλλαζαν οριστικά
γιατί δεν θα συγχωρούσε κανένα προδότη
δεν είχε έρθει για αυτό αλλά για το τέλος τους.