2566 - Η Σύμβαση των Αθηνών ως συνέχεια της Συνθήκης της Λωζάννης

N. Lygeros

Η μελέτη των συμβάσεων που ακολούθησαν τη Συνθήκη της Λωζάννης μάς επιτρέπει να αναδείξουμε μερικά διαχρονικά στοιχεία όπως και την έννοια των Etablis και να κατανοήσουμε καλύτερα τοΥπόμνημα των εν Κωνσταντινουπόλει ομογενών προς την ελληνικήν κυβέρνησιν (1931) που μας παραχώρησε ο Νικόλαος Ουζούνογλου.

Η υπογραφή της Σύμβασης που αναφέρεται στο Υπόμνημα ως Συνθήκη έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1926. Αφορά την αμοιβαία απόδοση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα θα αποδώσει όλα τα αστικά μουσουλμανικά κτήματα Τούρκων υπηκόων και δικαιούχων. Η Τουρκία θα αποδώσει όλα τα εις Κωνσταντινούπολιν κτήματα Ελλήνων υπηκόων και δικαιούχων. Η Σύμβαση εμπεριέχει δύο πρωτόκολλα που αφορούν την αφομοίωση προς τους ανταλλάξιμους όλων των μουσουλμανικών κατοίκων των Νέων χώρων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου 1912 και που επέλεξαν την τουρκική υπηκοότητα. Παρουσιάζονται και οι Etablis μέσω των αποφάσεων της μικτής επιτροπής. Όπως η Σύμβαση των Αθηνών αφορά κυρίως κτήματα υπηκόων και όχι ανταλλάξιμων ανατέθηκε στη μικτή επιτροπή να κάνει τις σχετικές εκτιμήσεις. Και γι’ αυτόν τον λόγο το υπόμνημα σε αυτήν έχει ως εξής:

«[Η] Συμφωνία των Αθηνών άφινεν άθικτον την εν τη ανταλλαξίμω ζώνη περιουσίαν των εταμπλί. Απόδειξις ότι δεν ήτο ανέφικτος Ελληνοτουρκική συνεννόησις περισωζομένων των τελευταίων λειψάνων ελληνικού πλούτου εν τη παναρχαία κοιτίδι της φυλής».

Ενώ η Σύμβαση υπέστη αυστηρή κριτική εκ μέρους των Τσαλδάρη και Καφαντάρη και υπήρξαν έντονες αντιδράσεις του Τσιγδέμογλου αλλά και του Χουρσόγλου οι οποίοι είπαν ότι «τις θυσίες για την ελληνοτουρκική φιλία θα τις υφίστατο αποκλειστικά ο προσφυγικός κόσμος», το υπόμνημα τη θεωρεί θετική.

Αυτή η φαινομενική αντίφαση εξηγείται με το δόγμα της Συνθήκης της Λωζάννης που διακρίνει δύο κατηγορίες Ελλήνων, οι Etablis και οι άλλοι. Το πρόβλημα για τον ελληνισμό είναι ότι οι μεν δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και οι δε δεν είχαν πια κανένα δικαίωμα. Το αποτέλεσμα αυτής της διάσπασης του μετώπου είναι ότι η Τουρκία συνέχισε την καταστροφική τακτική που ακολουθεί τα σχήματα που εντόπισε ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής στο μουσουλμανικό δίκαιο «Point de paix si elle n’est avantageuse». «Καμιά ειρήνη αν δεν είναι πλεονεκτική». Και ο νομικός ειδήμονας συνεχίζει τη μετάφρασή του με τον εξής τρόπο: «C’est dans le seul cas, où des circonstances impérieuses rendraient la paix nécessaire, qu’on pourrait entamer des négociations.» Και πιο κάτω «On a même le droit de lui faire acheter la paix à prix d’argent». Βλέπουμε ότι η Σύμβαση των Αθηνών δεν είναι παρά η συνέχεια της Συνθήκης της Λωζάννης που εφαρμόζει και υλοποιεί ένα σχήμα που υπάρχει ήδη στο μουσουλμανικό δίκαιο εδώ και αιώνες.