25512 - Με τη σκακιέρα του Σύδνεϋ

Ν. Λυγερός

Η σκακιέρα ήταν από ξύλο Αυστραλίας.
Βαρύ και όμορφο.
Ο όγκος του ήταν η επιφάνειά του.
Τα χρώματα των τετραγώνων με το λούστρο τους έλαμπαν.
Κι όταν το πήρε στα χέρια του ένιωσε το βάρος της προσφοράς.
Οι αθάνατοι τρεις μήνες είχαν μετατραπεί σε έργο.
Αντιλήφθηκε ότι αυτό το παράξενο ξύλο θα πήγαινε στην Ευρώπη.
Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τη μνήμη του.
Και πώς αυτή θα εμπλουτιζόταν όταν θα έπαιζε σκάκι με τους μαθητές του, τους μικρούς και τους μεγάλους, για να δουν τα στρατηγήματα του διαχρονικού παιγνίου.
Όλοι θα μάθαιναν για την Αυστραλία μέσω της σκακιέρας.
Και το ξύλο θα γινόταν πολύτιμο.
Το οραματίστηκε ειδικά όταν πέρασαν από τα Κατεχόμενα όπου είχαν απαγορεύσει το σκάκι λόγω θρησκείας.
Έτσι μέσα στο χώρο του παραλόγου είχε μαζί του την αντίσταση.
Το ταξίδι δεν ήταν μόνο μια κίνηση στο χωροχρόνο, αλλά μια πράξη χρονοστρατηγική.
Είχε τη μαθήτρια του κοντά του σε όλη τη διάρκεια.
Διότι το ίδιο όνομα ήταν και στη σκακιέρα.
Το διαχρονικό είχε γίνει αθάνατος δεσμός.
Γι’ αυτό το λόγο όταν έφτασε στην Ελλάδα η σκακιέρα έλαμψε πιο δυνατά.
Οι δύο ήλιοι της Αυστραλίας και της Ελλάδας είχαν ενωθεί.