2332 - Η επανάσταση του ανύπαρκτου λαού

N. Lygeros

Σιγά-σιγά παραμέρισαν τη λήθη της κοινωνίας. Η μνήμη γινόταν όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο αφαιρετική. Κανείς δεν μπορούσε να της αντισταθεί διότι δεν είχε τίποτα να χάσει. Όλοι είχαν πεθάνει. Η μόνη τους ζωή ήταν η μνήμη, αυτό το κομμάτι της ανθρωπιάς μέσα στη νοημοσύνη. Το μόνο που έψαχνε ο ανύπαρκτος λαός ήταν ο άνθρωπος. Ήξεραν ότι είναι σπάνιος και δεν είχαν πολλές ελπίδες. Δεν περίμεναν τίποτα από τους άλλους. Ήθελαν ένα σώμα που άντεχε τους θανάτους. Ήθελαν ένα κορμί που άντεχε τα πάθη. Έψαχναν στις βιβλιοθήκες των αγνώστων. Εκεί βρισκόταν το ανούσιο της κοινωνίας. Ο ανύπαρκτος λαός θα ζούσε και πάλι μέσα στη μνήμη του ανθρώπου με το χρώμα του αοράτου. Ήταν η μόνη λύση για να διασχίσουν το παρόν και να γίνουν η μνήμη του μέλλοντος. Ήξεραν ότι ήταν καταδικασμένος εν ζωή. Δεν ήξεραν όμως τη μορφή του χαμαιλέοντα. Αποφάσισαν να εξετάσουν τις αντιδράσεις της κοινωνίας για να βρουν το έργο που δημιουργεί το ον. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τον εντοπίσουν μέσα στο ανούσιο παρόν. Χρειάστηκαν χρόνια για να τον βρουν. Οι βιβλιοθήκες ήταν τότε ακόμα πιο σπάνιες. Είχαν πολιορκηθεί και αυτές. Μόνο μερικές άντεξαν τη βαρβαρότητα της κοινωνίας της λήθης. Ο ανύπαρκτος λαός ήταν απεγνωσμένος. Δεν πίστευε πια ότι υπάρχει ο άνθρωπος. Κανείς πια δεν έμπαινε στις σπάνιες βιβλιοθήκες. Είχαν γίνει παράνομες. Οι είσοδοί τους ήταν απαγορευμένες και κανείς δεν μπορούσε να παραβιάσει την αρχή. Δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Τότε πήραν τη μεγάλη απόφαση. Δεν θα έψαχναν πια τον άνθρωπο. Δεν υπήρχε λόγος. Θα τους εύρισκε αυτός. Έπρεπε απλώς να καθυστερήσουν για να τους προλάβει μέσα στο παρελθόν. Έπρεπε να περιμένουν το εγκλωβισμένο μέλλον, το μόνο που μπορούσε να διασπάσει τα άτομα. Και για να τους αγγίξει στα βαθιά του παρελθόντος έπρεπε η νοημοσύνη του να ανήκει στα πέρατα του μέλλοντος. Δεν ήξεραν ακόμα το κόστος αυτής της αλλαγής. Το έμαθαν όμως με την πάροδο του χρόνου όταν ξεχάστηκαν για πάντα μερικά στοιχεία της ιστορίας. Ο κόσμος τους είχε γίνει ένα νησί, μα δεν υπήρχε ακόμα ο ωκεανός. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν και μια νύχτα της λήθης. Δεν ήξεραν πόσο μπορούσαν ν’ αντέξουν την πίεση της κοινωνίας. Δεν ήξεραν αν θα τολμούσε να τους σώσει. Δεν ήξεραν ότι είχε ήδη πεθάνει για να ζήσει με αυτούς. Περίμεναν όπως τα δέντρα: όρθιοι και ακίνητοι. Έτσι είχαν ζήσει, έτσι θα πέθαιναν. Δεν ήθελαν να σκύψουν, ακόμα και την ώρα της λήθης. Και δεν έσκυψαν. Έτσι τους βρήκε ο άνθρωπος. Η μνήμη τους ήταν λαβωμένη και δεν κατάλαβαν αμέσως ποιος ήταν ο άγνωστος. Εκείνος δεν λυπήθηκε και άρχισε να γράφει την ιστορία τους. Ήταν το πρώτο βιβλίο του μέλλοντος κι έγραφε το παρελθόν τους. Κατάλαβαν ποιος ήταν μόνο όταν κατάφεραν να διαβάσουν τον τίτλο του έργου του Η επανάσταση του ανύπαρκτου λαού. Τότε χαμογέλασαν και πάλι. Ήταν ο άνθρωπός τους.